- άσυρτος
- η , ο [ος , ον ]1) которого не тащили, не стаскивали (с места); которого невозможно стащить (с места); громоздкий; 2) неопороченный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άσυρτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει συρθεί 2. αυτός που δεν διασύρθηκε ή δεν κακολογήθηκε 3. ακατέργαστος 4. αχόρταγος … Dictionary of Greek